- πανδίκως
- πάνδικοςall-righteousadverbialπάνδικοςall-righteousmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάνδικος — ον, Α δίκαιος ως προς όλα, πάρα πολύ δίκαιος (α. «πάνδικον σέβας», Αισχύλ. β. «πανδίκῳ φρενί», Σοφ.). επίρρ... πανδίκως με πάνδικο τρόπο, με όλο το δίκαιο, δικαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δικος (< δίκη), πρβλ. ευθύ δικος] … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek